- νταβραντίζω
- και νταβραντώ1. (για άμαξα ή υποζύγιο) τραντάζω, τινάζω, κουνώ δυνατά2. αναρρωννύω, παίρνω δυνάμεις, δυναμώνω3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) νταβραντισμένος, -η, -οi) γερός, υγιής, δυνατόςii) (για πέος) όρθιος, σηκωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davrandim, αόρ. τού ρ. davranmak «στέκω στα πόδια μου»].
Dictionary of Greek. 2013.